φουστανελοφόρος

φουστανελοφόρος
ο
αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουστανελοφόρος — ο, Ν φουστανελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστανέλα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • φουστανελάς — ο πληθ. άδες, ο φουστανελοφόρος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”